- διαφωτιστής
- οαυτός που διαφωτίζει, ο προπαγανδιστής: Το κόμμα μας διαθέτει πολύ ικανούς διαφωτιστές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαφωτιστής — ο αυτός που διαφωτίζει … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek
Κλήμης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος. Ήταν επίσκοπος Σάρδεων. Από τον Απόστολο Παύλο αναφέρεται στην Προς Φιλιππησίους δ’ 3 επιστολή, ως ο πρώτος εθνικός που έγινε χριστιανός. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. 2.… … Dictionary of Greek
Κομούτος — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και επιστημόνων της Ζακύνθου, η οποία είχε περιληφθεί στη Χρυσή Βίβλο του νησιού. 1. Αντώνιος (; – 1726). Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία στην Ελβετία και στη Ρώμη, ενώ έγραψε μια πραγματεία με τον τίτλο Ομέγας… … Dictionary of Greek
Ράι, Ραμοχάν — (1772 ή 1774 – 1853). Ινδός διαφωτιστής, φιλόσοφος, εκκλησιαστικός μεταρρυθμιστής, λογοτέχνης και προάγγελος του ινδικού αστικού εθνικισμού. Έγραψε σε τρεις γλώσσες, στη βεγγαλική, αγγλική και περσική. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια… … Dictionary of Greek
σίνγκον — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα το 806 αλλά που προερχόταν από τον Κόμπο Νταϊσί (774 835). Οι διδασκαλίες του βασίζονται στην αντίληψη ότι το σύμπαν αποτελεί εκδήλωση της κοσμικής συνείδησης, ταυτιζόμενη με το Βούδα,… … Dictionary of Greek